Η ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΕΠΙΦΑΝΙΟ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟ
Του αείμνηστου Καθηγητή Κωνσταντίνου Μουρατίδη
==============
Το έτος 1972 ότε ενοσηλευόμην εις το νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» με επεσκέφθη ένας νέος κληρικός. Με εντυπωσίασε η ιεροπρεπής παρουσία του και με ενεθουσίασε το άκουσμα του ονόματος του: π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
Η φήμη του ως ενός των πλέον διακεκριμένων κληρικών
για την πνευματικότητα του και την λαμπρά πατερική του συγκρότηση είχε φθάσει και μέχρις εμού.Η ήμερα της συναντήσεως μου αυτής με τον π. Επιφάνιο απετέλεσε δι’ εμέ ιστορικό ορόσημο, για την περαιτέρω πνευματική μου πορεία και θεολογική μου διακονία.
Από το 1954, που μελετούσα νυχθημερόν τον ανεξάντλητο πνευματικό θησαυρό των μεγάλων Γερόντων και Καθηγητών της Ερήμου (Αποφθέγματα Πατέρων τής Αιγυπτιακής Ερήμου και άλλα συγγράμματα μεγάλων ασκητών Πατέρων) για την συγγραφή της διδακτορικής μου εργασίας με τίτλο «Η μοναχική υπακοή εις την αρχαία Εκκλησία», και εντρυφούσα στο θαυμαστό κόσμο των υπερφυών χαρισμάτων των ασκητών Πατέρων, αυξάνετο συνεχώς ο πόθος να συναντήσω στο δρόμο της ζωής μου ένα χαρισματικό Γέροντα, απλανή οδηγό στον χώρο της θεολογίας, που είναι κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης «Όρος άναντες ως αληθώς και δυσπρόσιτον…».
Γι’ αυτό και όσοι επιθυμούν να προχωρήσουν εκ του ασφαλούς προς την κορυφή της Θεολογίας έχουν οπωσδήποτε ανάγκη, όπως παρατηρεί ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ενός «Μωυσέως», ο οποίος θα είναι μεσίτης μας προς τον Θεόν και οδηγός μας μετά τον Θεόν, για να προσθέσει «ηπατήθησαν τοίνυν οι εαυτοίς θαρρήσαντες και μηδενός του προηγουμένου (δηλαδή του χαρισματικού και απλανούς οδηγού) χρήζειν υπονοήσαντες».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσω, ότι εγνώρισα και στο παρελθόν λαμπρούς πνευματικούς αλλά δεν υπήρχαν αι προϋποθέσεις για ευρύτερη συνεργασία.
Και ο πόθος αυτός εκπληρώθηκε την ιστορική δι’ εμέ ημέρα της συναντήσεως στον «Ευαγγελισμό» με τον π. Επιφάνιο, στο πρόσωπο του οποίου είδα τον χαρισματικό Γέροντα.
Εκέρδισε από την πρώτη στιγμή την απόλυτη εμπιστοσύνη μου. Τον παρεκάλεσα να γίνει πνευματικός πατέρας μου. Εδέχθη την παράκληση μου με κάποια έκπληξη. Και με ρώτησε: Εγώ;
Η ενέργεια μου αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα συναισθηματικής παρορμήσεως, ήμουν ήδη ώριμος την ηλικία, 54 ετών και Καθηγητής εις το Παν/μιο Αθηνών και μεγαλύτερος από τον π. Επιφάνια κατά 12 ολόκληρα χρόνια, αλλά εδραίας και αμετακίνητου πεποιθήσεως, ότι μπορούσα να εμπιστευθώ τον εαυτό μου εις τον νέον αυτόν κληρικό, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπα τον γνήσιο αντιπρόσωπο του Θεού και τον λόγο του σαν λόγο του Θεού.
Η ενέργεια μου αύτη, απεδείχθη, ότι προήλθε από θεία φώτιση, γιατί εδικαιώθη απολύτως, και μου χάρισε ένα χαρισματικό Γέροντα, ό,τι δηλαδή πολυτιμότερο μπορεί να αποκτήσει ο πιστός και μάλιστα ο θεολόγος σ’ αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο.
Από την ήμερα εκείνη η Χάρις του Θεού εσφυρηλάτησε τον πολυτιμότερο πνευματικό δεσμό της ζωής μου. Με αφετηρία τον χώρο της Ιεράς Εξομολογήσεως, άρχισε ένας δεσμός απόλυτης από μέρους μου εν Χριστώ αγάπης, στενότατης φιλίας και συνεργασίας στον Αμπελώνα του Κυρίου.
* (Άρθρο του Καθηγητή Κων/νου Δωρ. Μουρατίδου δημοσιευμένο στην «ΚΟΙΝΩΝΙΑ» Δελτίον της «Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων» Έτος ΛΒ΄- Οκτώβριος- Δεκέμβριος 1989- τεύχος 4, σ. 373-398).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου