
Ο Μέγας Παΐσιος έζησε μια ζωή πραγματικά υπερφυσική για την ανθρώπινη λογική, περνώντας όμως πρωτίστως από την οδό της ταπείνωσης, της αγάπης και του σκληρού αγώνα με τον έσω άνθρωπο.
Εργάστηκε επάνω στον εαυτό του με φιλότιμο, αποτινάζοντας τα πάθη του και καλλιεργώντας
την κορυφαία αρετή της αγάπης.Έφτασε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό η αγάπη του, που ο ίδιος ο Χριστός, ομολόγησε πως ο Άγιος, Του μοιάζει.
Ανέστησε νεκρούς, έσωσε με την μεγάλη του παρρησία προς τον Θεό ανθρώπους από την κόλαση, φιλοξένησε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και έπλυνε τα άχραντα πόδια Του.
Ο Άγιος Παΐσιος ο Μέγας, γνωστός και ως «Ὁ αγαπημένος του Χριστού» στην Αίγυπτο, υπήρξε μια από τις λαμπρότερες μορφές της χριστιανικής ασκητικής παραδόσεως.
Η ζωή του, γεμάτη από θαυμαστά γεγονότα, θεία οράματα και ασυνήθιστη ταπείνωση, ενέπνευσε και εμπνέει έως σήμερα χιλιάδες ψυχές που επιζητούν την αληθινή ένωση με τον Θεό μέσω της προσευχής και της σιωπής.
Έτσι ενέπνευσε και τον δικό μας λαοφιλή Άγιο, τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη, που τον είχε πρότυπο σε όλη του τη ζωή.
Γεννήθηκε περί το 320 μ.Χ. στο χωριό Σάνσα (ή Σένσα) της επαρχίας Αλ-Μινούφια, στην Κάτω Αίγυπτο.
Ήταν το νεότερο από τα υπόλοιπα έξι αδέλφια του και από μικρή ηλικία διακρινόταν για την ασθενική του κράση.
Η μητέρα του, ευσεβής γυναίκα, είχε ένα όραμα όπου άγγελος Κυρίου της ζήτησε να αφιερώσει ένα από τα παιδιά της στον Θεό.
Όταν εκείνη προσφέρθηκε να δώσει το δυνατότερο από τα παιδιά της, ο άγγελος την διόρθωσε λέγοντας ότι ο Θεός διάλεξε τον μικρό Παΐσιο παρ’ ότι φαινομενικά ήταν αδύναμος.
Ο Κύριος βλέπει καρδιές, της είπε. Από εκείνη τη στιγμή, αφιερώθηκε στον Θεό.
Η παιδική του ηλικία χαρακτηρίστηκε από αγάπη για τη σιωπή, την απομόνωση και τη νηστεία.
Από μικρός αγαπούσε να διαβάζει τις Γραφές και συχνά καθόταν μόνος για να προσεύχεται.
Σε ηλικία περίπου 20 ετών, ο Παΐσιος αναχώρησε για την κοιλάδα της Νιτρίας (Wadi El-Natroun), έναν τόπο όπου άνθιζε ο μοναχισμός εκείνη την εποχή.
Εκεί έγινε υποτακτικός του μεγάλου Αββά Παμβώ, κοντά στον οποίο μαθήτευσε στην υπακοή, τη σιωπή και την αδιάλειπτη προσευχή μαζί με τον φίλο του Άγιο Ιωάννη τον κολοβό.
Ήταν φιλότιμος και εγκρατής, και γρήγορα κέρδισε την εκτίμηση του γέροντά του και των συνασκητών του.
Μετά την κοίμηση του Αββά Παμβώ, ο Παϊσιος οδηγήθηκε, καθοδηγούμενος από όραμα αγγέλου, σε απομακρυσμένο σημείο της ερήμου όπου ίδρυσε το δικό του μοναστικό ησυχαστήριο.
Η αγάπη του προσέλκυσε 2.400 μοναχούς που συγκεντρώθηκαν γύρω του σαν τις μέλισσες για να πάρουν από το καλύτερο νέκταρ.
Πολλοί ασκητές έβρισκαν κάτω από τη σκέπη του πνευματική καθοδήγηση και χαρά.
Ο Θεός του είχε υποσχεθεί άλλωστε ότι η έρημος θα γεμίσει από ασκητές χάρη σε αυτόν.
Ο Άγιος Παϊσιος ήταν τόσο ταπεινός, που συνήθιζε να πλένει τα πόδια των επισκεπτών χωρίς να τους βλέπει στο πρόσωπο.
Μια ημέρα, ο Ίδιος ο Χριστός παρουσιάστηκε ως άγνωστος και εκείνος Του έπλυνε τα πόδια.
Μόνο όταν είδε τα σημάδια της Σταύρωσης κατάλαβε Ποιος ήταν.
Μπαίνοντας μετά ένας υποτακτικός του, τον παρακάλεσε ο άγιος να πιει από αυτό το αγιασμένο πλέον νερό.
Εκείνος το αποστράφηκε. Ο άγιος τον παρακάλεσε τρεις φορές.
Την τέταρτη όταν κάμφθηκε ο υποτακτικός και πήγε να πιει, το νερό εξαφανίστηκε και τότε ο μοναχός όταν κατάλαβε… έκλαψε πικρά.
Στα χρόνια των επιθέσων από τους Βαρβάρους, αναγκάζεται ο άγιος μαζί με χιλιάδες μοναχούς να εγκατασταθούν νότια του Καϊρου, στην αρχαία Αντινόη ή Άνσενα, την πόλη των μαρτύρων, την περίφημη πόλη στην οποία ηγεμόνευσε ο μεγαλύτερος διώκτης των χριστιανών και πιο αιμοδυψής, μετέπειτα άγιος Αρριανός.
Ένα χαριτωμένο περιστατικό αναδυκνύει την πνευματική υπόσταση του Αγίου.
Όταν έφτασε στη Άνσενα και συνάντησε τον άγιο Ιωάννη τον Κολοβό ο οποίος είχε μεταβεί στην περιοχή πριν από αυτόν, του έκανε την εξής ερώτηση: “Τι έγινε Παϊσιε φοβήθηκες τους Βαρβάρους”;
Για να λάβει την εξής απάντηση: “Όχι, φοβήθηκα μην γίνω αιτία για εκείνον που θα με σκότωνε να χάσει την ψυχή του”.
Η αιτία για το άφθαρτο σκήνωμά του – προσωπική μαρτυρία π. Γεωργίου Χριστοδούλου
Πριν από μερικά χρόνια βρέθηκα ως προσκυνητής στην έρημο της Νιτρίας στην Αίγυπτο και συγκεκριμένα στο μοναστήρι του Μεγάλου Παϊσίου.
Το μοναστήρι όπως και τα περισσότερα στην Αίγυπτο, ανήκουν στην Κοπτική Εκκλησία από τα πρώτα χρόνια της χριστιανοσύνης.
Οι κόπτες χριστιανοί έχουν κρατήσει την ασκητική ζωή και χαρακτηρίζονται για την μεγάλη ευλάβεια και πίστη τους προς Τον θεό, την Υπεραγία Θεοτόκο και τους Αγίους. Ιδιαίτερα δε για τους Αγίους ασκητές της ερήμου τους οποίους γνωρίζουμε κι εμείς από τα Γεροντικά.
Κάποια στιγμή, με την πρόνοια του Θεού, αξιώθηκα να ζήσω την διαδικασία αλλαγής του Ιερού καλύμματος της αρχαίας λάρνακός του. Μάλιστα με φώναξαν να σηκώσω κι εγώ το χαριτόβρυτο και ιερό σκήνωμά του.
Το πλήθος των προσκυνητών που μαζεύτηκε, με δάκρυα και συγκίνηση προσπαθούσε να ακουμπήσει λίγο την “γυμνή” πλέον λάρνακα του Οσίου. Δέκα άνθρωποι την σήκωσαν. Ξύλινη και τυλιγμένη με δέρμα.
Πατέρες… ρώτησα! Γιατί είναι τόσο βαριά η λάρνακα;
Πάτερ… το 1912 που άρπαξε φωτιά το μοναστήρι, οι πατέρες της μονής θέλησαν να βεβαιωθούν ότι το ιερό σκήνωμα δεν υπέστη ζημιά. Γι’ αυτόν τον λόγο άνοιξαν για πρώτη φορά μετά από 1600 χρόνια περίπου την λάρνακα.
Άφθαρτος και ευωδιάζων ο Άγιος με σάρκα και οστά!!! Έτσι, επιβεβαιώνεται και η υπόσχεση Του Χριστού προς τον Άγιο από το παρακάτω θαύμα.
Κάποτε, οι μαθητές του, γνωρίζοντας πως έβλεπε συχνά Τον Κύριο, τον πίεσαν αρκετά ώστε να φανερωθεί και σε εκείνους.
Ο Άγιος υπέκυψε και παρακάλεσε μετά δακρύων Τον Χριστό. Ύστερα από εξαντλητική νηστεία και προσευχή είδε Τον Κύριο και του είπε: «Αν θέλουν να με δουν, θα με δουν… Να έρθουν στο τάδε σημείο, την τάδε ημέρα και ώρα». Χαρά που έκαναν οι μοναχοί… πώς και πώς περίμεναν να περάσουν οι μέρες.

Η συνάντηση με τον Κύριο επρόκειτο να συμβεί σε ένα ψηλό βουνό κοντά στο μοναστήρι στην αρχαία Αντινόη (Άνσενα) που είχε δημιουργήσει ο φίλος και συνασκητής του Άγιος Ιωάννης ο Κολοβός.
Κάθε μοναχός ήταν πολυάσχολος και απορροφημένος στην προετοιμασία για το μεγάλο γεγονός.
Νωρίς το επόμενο πρωί, έφυγαν βιαστικά για το μονοπάτι που οδηγούσε στο βουνό.
Εκεί κοντά καθισμένος, μερικά μέτρα μακριά από τον τόπο συνάντησης με τον Κύριο, ήταν κι ένας ταλαίπωρος, ηλικιωμένος άνδρας που εκλιπαρούσε ήσυχα κάθε περαστικό μοναχό να τον πάρει μαζί του για να δει κι εκείνος τον Κύριο για τον οποίο άκουσε πως θα εμφανιστεί.
Ωστόσο, ο καθένας πίστευε ότι η βοήθεια αυτού του ανθρώπου που μετά βίας μπορούσε να περπατήσει, ήταν χάσιμο χρόνου, καθώς έπρεπε να ανέβουν βιαστικά στο βουνό και δεν είχαν ούτε δευτερόλεπτο για να σπαταλήσουν.
Ο ηλικιωμένος με την πολύ απαλή φωνή του, ζήτησε και από τον Άγιο Παΐσιο τη βοήθειά του που ακολουθούσε κατάκοπος λόγω ηλικίας. Εκείνος προθυμοποιήθηκε χωρίς δισταγμό.
Βοήθησε τον ηλικιωμένο άνδρα και τον κουβάλησε στους ώμους του καθότι δεν μπορούσε να περπατήσει παρά μόνο μερικά βήματα κάθε φορά.
Το βραχώδες ερημικό βουνό δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Ο ηλικιωμένος άνδρας έγινε ξαφνικά βαρύς και ο Άγιος κουράστηκε. Ωστόσο, ήταν περισσότερο ευτυχής που βοηθούσε τον άνθρωπο.
Ούτε ένας κακός λογισμός δεν εισήλθε στο μυαλό του σχετικά με το μήπως αργήσει και χάσει την συνάντηση με τον Χριστό. Τον ένοιαζε να βοηθήσει τον άνθρωπο.
Ξαφνικά, το βάρος του ηλικιωμένου ανθρώπου έγινε τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε πλέον άλλο να τον κουβαλήσει. Δεν βαρυγγόμησε και τότε, έγινε ελαφρύς σαν το χιόνι. Νόμιζε ότι του έπεσε.
Στάθηκε και όταν γύρισε να του μιλήσει, ο Άγιος παρατήρησε και είδε καθαρά το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Τι μεγάλες ευλογίες έλαβε για άλλη μια φορά ο Μέγας Παΐσιος. Κάθισε και συνομίλησε με τον Χριστό για αρκετές ώρες. Όταν ο Κύριος έφυγε, του ζήτησε να πει στους άλλους μοναχούς να θυμούνται τους άπορους. “Όταν βοηθούν τους άπορους, εμένα βοηθούν”.
-Παΐσιέ μου, αγαπημένε μου… για την πολλή σου αγάπη για τους ανθρώπους κι επειδή με κουβάλησες στους ώμους σου χωρίς να βαρυγγομήσεις σκεπτόμενος πως θα χάσεις την ευκαιρία να με δεις, μάθε πως το σώμα σου δεν θα γνωρίσει ποτέ φθορά μέχρι τη συντέλεια του κόσμου τούτου. Ήταν και τα τελευταία λόγια που ο Κύριος είπε στον άγιο εκείνη την ημέρα.
Βρίσκοντας τους άλλους μοναχούς συγκεντρωμένους στην κορυφή του βουνού να περιμένουν απελπιστικά, ρώτησαν τον Άγιο, «Γιατί δεν ήρθε ο Κύριος;»
Κι εκείνος τους απάντησε: «εδώ ήταν αλλά ο εγωισμός σας σάς τύφλωσε». Ο Άγιος Παΐσιος τότε κάθισε μαζί τους διηγώντας τους αυτό που είχε συμβεί ενώ στο άκουσμα αυτών ένιωσαν μεγάλη λύπη και πολλοί μοναχοί έκλαιγαν επειδή αρνήθηκαν να βοηθήσουν τον ηλικιωμένο άνδρα, δηλαδή, τον ίδιο τον Κύριο.
Ο Άγιος τόσο πολύ αγάπησε Τον Χριστό που τα βράδια δεν κοιμόταν και για να μην χάνει δευτερόλεπτο επικοινωνίας μαζί Του.
Έδενε τα μαλλιά του σε έναν κρίκο που κρεμόταν από το ταβάνι της σπηλιάς για να τον τραβάει όταν θα έγερνε το κορμί του από τη νύστα.
Άλλοτε, καθώς προσευχόταν, είδε τη σκάλα του Ιακώβ να ανεβαίνει στον ουρανό και τους αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν.
Μια φορά του αποκαλύφθηκε το Θείο Φως σε τέτοιο βαθμό που το πρόσωπό του έγινε φωτεινό και οι άλλοι μοναχοί δεν μπορούσαν να τον κοιτάξουν στα μάτια. Είχε προορατικό χάρισμα και μπορούσε να διακρίνει την κατάσταση της ψυχής κάθε επισκέπτη.
Μία φορά, άκουσε για έναν μοναχό που δίδασκε ότι δεν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα και είχε πλανήσει πολλούς άλλους. Ο άγιος πήγε γρήγορα σε αυτόν κρατώντας ένα καλάθι με τρεις λαβές. Όταν ρωτήθηκε γιατί είχε τρεις λαβές το καλάθι του από τον μοναχό, εκείνος με απλά και σοφά λόγια καθώς και με τη χρήση της Αγίας Γραφής, αφιερώνοντας μέρες νουθετώντας τον, τον έπεισε τελικά να επιστρέψει στην ορθή πίστη.
Ο Άγιος Παΐσιος λέγεται πως είχε και την εμπειρία της «αρπαγής του νου» — στιγμές δηλαδή όπου η ψυχή του μεταφερόταν σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα. Σε μία από αυτές, είδε αγγέλους να υπηρετούν τον Θεό και να ψάλλουν ακατάληπτες δοξολογίες. Όταν συνήλθε, έμεινε άφωνος για μέρες από την θεία εμπειρία.
Μια άλλη φορά, καθώς έπλενε τα ρούχα του σε μια πηγή κοντά στο κελί του, του παρουσιάστηκε ο Χριστός και του είπε: «Παϊσιε, να πλένεις και τις ψυχές των ανθρώπων με την προσευχή σου όπως πλένεις τώρα αυτά τα ρούχα». Από τότε, αφιέρωνε ώρες για να προσεύχεται για τον κόσμο.
Κάποια φορά που προσευχόταν, ήλθε σε έκσταση και μεταφέρθηκε στον ουρανό. Είδε και απόλαυσε τις ομορφιές του παραδείσου. Κι έτσι γέμισε με χαρά και αγαλλίαση!
Περί της οπτασίας του Μεγάλου Παϊσίου και της συνομιλίας του με τον Μέγα Κωνσταντίνο
Καθώς περνούσαν τα έτη και ο Όσιος Παΐσιος προχωρούσε από δόξης εις δόξαν και αξιώθηκε να δει πολλές ουράνιες οπτασίες, κατά την ευσπλαγχνία του Κυρίου. Μια από αυτές ήταν και η εξής:
Μια νύχτα ησυχίας και προσευχής και ενώ ενώ ο όσιος αναπαυόταν από τους κόπους της ημέρας, του παρουσιάστηκε σε όραμα ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος εν δόξη βασιλεύς των Χριστιανών, και του είπε με ύφος βαθιάς ταπεινώσεως:
«Μακάρι να εγνώριζα, ενόσω ζούσα, πόση δόξα και τιμή αποδίδεται από τον Θεό στους μοναχούς! Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού, αν το εγνώριζα, θα άφηνα ευθύς αμέσως το βασίλειό μου και τον αυτοκρατορικό θρόνο, και θα γινόμουν μοναχός στην έρημο, δούλος του Χριστού.»
Ο Παΐσιος, θαυμάζοντας την ταπείνωση του βασιλέως, του απάντησε με πραότητα:
«Μα εσύ, ω ένδοξε βασιλεύ, δεν ήσουν εκείνος που κατήργησε τη λατρεία των ειδώλων και ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό στα ανάκτορα και τις πόλεις; Δεν έκανες την Εκκλησία να ευημερήσει και να βασιλεύσει η αλήθεια του Χριστού στον κόσμο; Ο Κύριος δεν σε αντάμειψε για όλα τούτα;»
Και τότε ο Μέγας Κωνσταντίνος, με ταπείνωση πολλή, αποκρίθηκε:
«Ναι, με αντάμειψε ο Χριστός μου πλουσίως, όχι όμως όπως ανταμείβει τους μοναχούς, αυτούς που εγκατέλειψαν τα πάντα και έγιναν όλο δικοί Του. Η δική τους τιμή υπερβαίνει και αυτήν ακόμη τη βασιλική μεγαλοπρέπεια.»
Και με τα λόγια αυτά, η οπτασία έσβησε σιγά σιγά, αφήνοντας στην καρδιά του οσίου βαθιά συγκίνηση, απορία και κατάνυξη.
Η συνάντησή του με τον Άγιο Εφραίμ τον Σύρο
Κάποτε συναντήθηκαν και οι δύο. Όμως ο ένας μιλούσε Κοπτικά και ο άλλος Συριακά. Έδωσε όμως ο Θεός και άρχισαν να συνομιλούν και να μαθαίνει ο Άγιος Εφραίμ για την ζωή του Μεγάλου Μακαρίου και τον τρόπο ζωής των μοναχών. Όταν τελείωσαν ο άγιος Εφραίμ αναχώρησε. Το έμαθαν κάποιοι μοναχοί και έτρεξαν να τον προλάβουν να πάρουν την ευλογία του. Όμως ο Μέγας Παΐσιος τους ενημέρωσε πως δεν θα τον προλάβαιναν καθώς ήρθε ένα σύννεφο και τον πήρε.
Ο Μέγας Παΐσιος κι ο κολλητός του φίλος
Ο Μέγας Παΐσιος φτάνοντας στην Άνσενα(Αντινόη) γνώρισε τον αββά Παύλο, έναν ασκητή που λεγόταν γι’αυτόν πως έφτασε έξι φορές ως τον θάνατο λόγω της αυστηρής του άσκησης. Τόσο πολύ συνδέθηκε μαζί του ο Άγιος που έγιναν αχώριστοι φίλοι. Τόσο πολύ που άγγελος Κυρίου τους διαβεβαίωσε πως τα σώματά τους εν θα χωρίζονταν ούτε μετά θάνατον. Κατά τη μεταφορά του σκηνώματος του Μεγάλου Παϊσίου στη Νιτρία, το καράβι δεν έφευγε μέχρι που άγγελος Κυρίου αποκάλυψε πως αν δεν έβαζαν και το σκήνωμα του Οσίου Παύλου δεν επρόκειτο να κινηθεί.
Έπειτα είδε και την Εκκλησία των πρωτοτόκων που βρίσκονται στους ουρανούς, δηλαδή όλους τους Αγίους, και από την οπτασία αυτή, αξιώθηκε να λάβει το χάρισμα της εγκράτειας και της ασιτίας.
Έτσι, μεταλαμβάνοντας τα άχραντα Μυστήρια την Κυριακή έμενε νηστικός μέχρι την άλλη εβδομάδα, όπου μεταλάμβανε ξανά τα άχραντα Μυστήρια.
Μένει χωρίς φαγητό για το υπόλοιπο της ζωή του, σύμφωνα με τον βιογράφο του Άγιο Ιωάννη τον κολοβό.
Ζούσε με την Αγία Μετάληψη χωρίς να λαμβάνει καμία άλλη τροφή.
Και όπως σημειώνει ο όσιος Ιωάννης ο Κολοβός ο συγγραφέας του βίου του “Ας μην απιστήσει κάποιος και ας μην αμφιβάλλει πως έγινε έτσι αυτό, διότι όλα υποτάσσονται στο θείο νεύμα και θέλημα. Γι’ αυτό και δεν θέλω να αποσιωπήσω την αλήθεια, ότι δηλαδή με την μετάληψη των θείων Μυστηρίων πέρασε νηστικός πάρα πολλά χρόνια μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του”.
Ο Μέγας Παΐσιος εκοιμήθη εν ειρήνη το 417 μ.Χ., στις 19 Ιουνίου σε ηλικία 97 ετών. Ετάφη στο μοναστήρι του στην Ανσένα, την αρχαία Αντινόη(εκεί που ασκήτεψε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του). Το άγιο λείψανό του παρέμεινε άφθαρτο και ευωδιάζον. Σύμφωνα με την παράδοση, το 841 μ.Χ. μετέφεραν το σκήνωμα του Μεγάλου Παϊσίου πίσω στην έρημο της Νιτρίας .
Η πνευματική κληρονομιά
Ο Μέγας Παΐσιος τιμάται από την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία στις 19 Ιουνίου. Το Μοναστήρι του Μεγάλου Παϊσίου στην κοιλάδα της Νιτρίας παραμένει ζωντανό κέντρο μοναχικής ζωής και πνευματικής αναφοράς από τον 4ο αιώνα μ.Χ μέχρι σήμερα.
Η διδασκαλία του τονίζει την ταπείνωση, την υπακοή και την αγάπη προς όλους, ως μέσα για την ένωση με τον Θεό. Οι μοναχοί που τον διαδέχτηκαν διατήρησαν την παράδοση του αυστηρού ασκητισμού και της αγάπης προς τον πλησίον.
Δεν έλαβε λοιπόν ο άγιος τον τίτλο «Μέγας» τυχαία.
Λόγοι και διδαχές του Μεγάλου Παϊσίου
- «Ο ταπεινός άνθρωπος είναι δυνατός με την αδυναμία του, γιατί ο Χριστός αναπαύεται σ’ αυτόν.»
- «Ο Θεός αποκαλύπτεται σ’ εκείνον που αγαπά σιωπηλά και διακονεί αθόρυβα.»
- «Μη ζητάς να δεις τον Χριστό με τα μάτια, αλλά να Τον δεις στον αδελφό σου.»
“Εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα τον επισκεφθεί ο ίδιος ο Κύριος.”
*Μαρτυρίες αναφέρουν πως πριν από μερικά χρόνια, υπήρχε μια ανοιχτή εσοχή στα πλαϊνά της λάρνακος και οι προσκυνητές είχαν την δυνατότητα να ακουμπήσουν το μαλακό και ζεστό σε θερμοκρασία σώματος, τίμιο χέρι του. Όμως, λόγω της μεγάλης αλλά αδιάκριτης αγάπης των χριστιανών, οι πατέρες έκλεισαν την εσοχή, φοβούμενοι για κάποια ίσως μελλοντική ζημιά στο σκήνωμα του Οσίου ή ακόμη και βανδαλισμό.
Ο Όσιος και Θεοφόρος πατήρ ημών Παΐσιος ο Μέγας, εορτάζει την 19η Ιουνίου εκάστου έτους.
Να πρεσβεύει για όλους μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου